ψιχαλιστός

ψιχαλιστός
-ή, -ό
επίρρ. αυτός που πέφτει κατά συνεχείς σταγόνες, ο ραντιστός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ψιχαλιστός — ή, ό, Ν [ψιχαλίζει] (για υγρό) αυτός που πέφτει σε συνεχείς σταγόνες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”